συνεπισκέπτομαι

συνεπισκέπτομαι
Α [ἐπισκέπτομαι]
επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεπίσκεψις — έψεως, ἡ, Μ [συνεπισκέπτομαι] η από κοινού με άλλον εξέταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”